αλεαντικός

αλεαντικός
ἀλεαντικός, -ή, -όν (Α) [ἀλεαίνω]
προικισμένος με θερμαντική δύναμη, θερμαντικός.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • ἀλεαντικόν — ἀλεαντικός fit for warming masc acc sg ἀλεαντικός fit for warming neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλεαίνω — ἀλεαίνω (Α) 1. θερμαίνω, ζεσταίνω 2. (αμτβ.) είμαι ή γίνομαι θερμός, ζεσταίνομαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀλέα ΙΙ κατά τον Ευστάθιο η λ. στην αττική διάλεκτο δασυνόταν. ΠΑΡ. αρχ. ἀλεαντικός] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”